αναρροφώ

αναρροφώ
(ε) (αόρ, ανερρόφησα) μετ.
1) всасывать, втягивать в себя;

μην αναρροφας τη μύτη σου! — не хлюпай носом;

2) перекачивать (насосом);
3) всхлипывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναρροφώ" в других словарях:

  • αναρροφώ — (Α ἀναρροφῶ, έω) [ροφώ] ρουφώ, τραβώ με ρούφηγμα, αναρουφώ νεοελλ. μετακινώ ρευστό δημιουργώντας κατάλληλο κενό …   Dictionary of Greek

  • ἀναρροφῶ — ἀναρροφέω gulp down pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναρροφέω gulp down pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αναρροφητήρας — ο συσκευή αναρρόφησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρροφώ + (κατάλ.) τήρας*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sucker. Ο ελληνικός όρος αναρροφητήρ πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον αξιωματικό του πυροβολικού Γρηγόριο Χαντσερή το 1847] …   Dictionary of Greek

  • ρινουλκώ — έω, Α εισπνέω, αναρροφώ με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ουλκῶ (< ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. καρδι ουλκώ, ξιφουλκώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»